- θυμβρεπίδειπνος
- θυμβρεπίδειπνος, ον,A supping on bitter herbs, i.e. living poorly, Ar. Nu.421.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυμβρεπίδειπνος — θυμβρεπίδειπνος, ον (Α) αυτός που δειπνά με πικρά χόρτα, αυτός που ζει πενιχρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμβρα + επί δειπνος (< επί + δείπνον)] … Dictionary of Greek
θυμβρεπίδειπνος — supping on bitter herbs masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμβρεπίδειπνον — θυμβρεπίδειπνος supping on bitter herbs masc/fem acc sg θυμβρεπίδειπνος supping on bitter herbs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμβρεπιδείπνου — θυμβρεπίδειπνος supping on bitter herbs masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek
θύμβρα — και θύμβρη, ἡ (Α) το θρούμπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το θύμον «θυμάρι», οπότε το δ θα πρέπει να ερμηνευθεί ως ανάπτυξη συνοδίτη φθόγγου μεταξύ τών μ και ρ (πρβλ. *γαμρός > γαμβρός). Απίθανη η σύνδεση του με το τύφω, ενώ… … Dictionary of Greek